θαυμαστής

θαυμαστής
ο , -άστριαή поклонни|к, -ца; почитатель, -ница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θαυμαστής" в других словарях:

  • θαυμαστής — admirer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστής — ο, θηλ. θαυμάστρια (AM θαυμαστής, Α ιων. τ. θωμαστής) [θαυμάζω] αυτός που θαυμάζει, που εκτιμά και αποδέχεται κάτι ή κάποιον (α. «θαυμαστής τού Ομήρου» β. «ἐν πολλοῖς ἐρασταῖς και θαυμασταῖς τοῦ Κάτωνος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • θαυμαστής — ο θηλ. θαυμάστρια, η αυτός που θαυμάζει και εκτιμά κάτι ή κάποιον: Θαυμαστής του Σολωμού. – Αυτός ο ηθοποιός έχει πολλές θαυμάστριες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαυμαστῆς — θαυμαστός wonderful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασταῖς — θαυμαστής admirer masc dat pl θαυμαστός wonderful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασταί — θαυμαστής admirer masc nom/voc pl θαυμαστός wonderful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστοῦ — θαυμαστής admirer masc gen sg θαυμαστός wonderful masc/neut gen sg θαυμαστόω magnify pres imperat mp 2nd sg θαυμαστόω magnify imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστῇ — θαυμαστής admirer masc dat sg (attic epic ionic) θαυμαστός wonderful fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστήν — θαυμαστής admirer masc acc sg (attic epic ionic) θαυμαστός wonderful fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστῶ — θαυμαστής admirer masc gen sg (attic epic ionic) θαυμαστός wonderful masc/neut gen sg (doric aeolic) θαυμαστόω magnify pres subj act 1st sg θαυμαστόω magnify pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστῶν — θαυμαστής admirer masc gen pl θαυμαστός wonderful fem gen pl θαυμαστός wonderful masc/neut gen pl θαυμαστόω magnify pres part act masc voc sg (doric aeolic) θαυμαστόω magnify pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θαυμαστόω magnify pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»